Μια εξέταση μέτρησης οστικής πυκνότητας χρησιμοποιείται για να μετρηθεί η περιεκτικότητα του οστού σε μέταλλα, αλλά και η πυκνότητά του. Τα αποτελέσματα της μέτρησης δείχνουν αν ένας ασθενής έχει φυσιολογική οστική πυκνότητα, αν είναι χαμηλή ή ακόμη κι αν έχει οστεοπόρωση. Ο χαμηλός δείκτης μέτρησης οστικής πυκνότητας δείχνει ότι ο ασθενής έχει υψηλό κίνδυνο να υποστεί κάταγμα.
Η εξέταση αυτή χρησιμοποιείται για:
- Να διαγνωστεί η οστεοπενία και η οστεοπόρωση.
- Να εκτιμηθεί το πόσο αδύναμα και εύθραυστα είναι τα οστά.
- Να προβλεφθεί ενδεχόμενο κάταγμα στο μέλλον.
- Να αξιολογηθεί η πορεία της οστικής μάζας (αν βελτιώνεται, αν σταθεροποιείται, αν επιδεινώνεται).
- Να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής αγωγής που λαμβάνει ένας ασθενής.
Φυσικά, δεν αρκεί αυτή η εξέταση για να αξιολογηθεί ένα περιστατικό και να εφαρμοστεί ένα θεραπευτικό πλάνο. Απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση, με αιματολογικό έλεγχο και έλεγχο κι άλλων δεικτών υγείας, αλλά και καταγραφή του ατομικού και οικογενειακού ιστορικού του ασθενή, ώστε να καταλήξουμε σε μια οριστική διάγνωση και εν συνεχεία θεραπεία.